Περί ενότητας του κλάδου εν όψει του Συνεδρίου της ΟΛΜΕ
ή βάζουμε τα χεράκια μας και βγάζουμε τα ματάκια μας
από τον Χρήστο Επαμ. Κυργιάκη
Την περίοδο που θα ακολουθήσει και μέχρι τα μέσα Ιουνίου, πραγματοποιούνται γενικές συνελεύσεις στις κατά τόπους ΕΛΜΕ και εκλογές για την ανάδειξη των συνέδρων στο 16ο συνέδριο της ΟΛΜΕ, το οποίο θα χαράξει για την επόμενη διετία το πρόγραμμα δράσης και διεκδίκησης του κλάδου, εκλέγοντας ταυτόχρονα και το νέο ΔΣ της Ομοσπονδίας.
Το φαινόμενο της αποχής από μαζικές διαδικασίες και από διαδικασίες κινήματος εμφανίζεται με μεγάλη συχνότητα και στον δικό μας κλάδο όπως και σε άλλους εργασιακούς κλάδους σε μια εποχή που δεχόμαστε ολομέτωπη επίθεση σε όλες τις πτυχές της ζωής μας.
Οι περισσότεροι από αυτούς που αδιαφορούν για τα κοινά, βρίζοντας ταυτόχρονα όλους τους συνδικαλιστές και μαζί μ’ αυτούς και την ΟΛΜΕ, έχουν ως γνώμη και ταυτόχρονα ως επιχείρημα για τη στάση τους, πως οι συνδικαλιστές είναι συμβιβασμένοι και πουλημένοι, πως τα έχουν κάνει πλακάκια με τη διοίκηση και πως δεν βγαίνει τίποτα με το να συμμετέχουν σ’ ένα παιχνίδι στημένο.
Ίσως εδώ να ταιριάζει η ρήση: «Όποιος θέλει να κάνει κάτι, αναζητά τρόπους. Όποιος δεν θέλει, αναζητά αιτίες γι’ αυτό που δεν κάνει».
Είναι αλήθεια ότι επικρατεί σε όλους μας η απογοήτευση, για την κατάσταση του συνδικαλιστικού κινήματος.
Είναι όμως, δυο φορές αλήθεια πως η λογική της ανάθεσης που επικράτησε τις τελευταίες δεκαετίες στα μυαλά και την πρακτική μας, ήταν το σαράκι που σιγά-σιγά κατέφαγε το συνδικαλιστικό κίνημα και το οδήγησε στο σημερινό εκφυλισμό του.
Δείτε λίγο ποιος εκλέχτηκε πάλι πρόεδρος της ΓΣΣΕ;
Υπάρχει, βέβαια και η μερίδα εκείνοι των εκπαιδευτικών, οι οποίοι, μπορεί να στηρίζουν ενεργά τις λεγόμενες «κυβερνητικές παρατάξεις» (ΔΑΚΕ-ΠΑΣΚΕ) και αλλά και εκείνοι που απλώς εμφανίζονται τη μέρα της ψηφοφορίας για να «σταυρώσουν» τα ονόματα που έχουν γραμμένα στο χαρτάκι που κρατούν φυλαγμένα στην τσέπη τους.
Όταν, τελικά, βγαίνουν τα αποτελέσματα και οι «κυβερνητικές παρατάξεις» έχουν πάλι την πλειοψηφία , αρχίζει από όλους η γκρίνια, η μιζέρια και το βρίσιμο των συνδικαλιστών.
Ποιων συνδικαλιστών;
Αυτών που οι ίδιοι ανέδειξαν είτε με την ψήφο τους είτε με την αδράνεια και την αποχή τους.
Φτάνει κανείς να πιστέψει πως τόσο οι ψηφοφόροι όσο και όσοι απέχουν από τα κοινά, καταχαίρονται που εκλέγονται οι ίδιοι συνδικαλιστές, γιατί θα έχουν κάποιο σίγουρο στόχο για να βρίσουν, δικαιολογώντας έτσι τη δική τους λανθασμένη στάση και πρακτική.
Το επιχείρημα που λέει: «δεν κατεβαίνω στη συνέλευση και στην ψηφοφορία γιατί βαρέθηκα να βλέπω της ίδιους ανθρώπους να λένε τα ίδια πράγματα», πιστεύω πως στερείται ορθότητας για τον απλούστατο λόγο πως στις συνελεύσεις και στις ψηφοφορίες είναι λογικό να εμφανίζονται οι ίδιοι άνθρωποι, όταν εμείς οι υπόλοιποι μένουμε στα σπίτια μας.
Θα μου πείτε τώρα, αν εκλεγούν συνάδελφοι που είναι περισσότερο αγωνιστές και δραστήριοι θα ξαναγεννηθεί το συνδικαλιστικό κίνημα;
Όχι, αν εξακολουθήσουμε να λειτουργούμε με τη λογική της ανάθεσης. Το αποτέλεσμα, πολύ σύντομα θα είναι το ίδιο. Όσο δεν υπάρχει συζήτηση και δράση στη βάση του κλάδου δεν μπορεί να υπάρξει και ουσιαστικός έλεγχος και πίεση προς τους συνδικαλιστικούς μας εκπροσώπους.
Γνωστή είναι επίσης και η νοοτροπία που έχουν ορισμένοι, με βάση την οποία στηρίζουν τις εκάστοτε «κυβερνητικές παρατάξεις», ελπίζοντας πως, με τον τρόπο αυτό θα έχουν ευνοϊκότερη μεταχείριση σε διάφορα θέματα που τους αφορούν. Από τις μεταθέσεις, τις αποσπάσεις, τις μετατάξεις, τις τοποθετήσεις και τις βελτιώσεις, μέχρι και τη συμπλήρωση του ωραρίου τους.
Όμως, ζούμε σε μια περίοδο όπου με λυσσαλέο, στην κυριολεξία, τρόπο, οι κυβερνώντες- εντολοδόχοι της τρόικας επιχειρούν να μηδενίσουν το κοντέρ των εργασιακών σχέσεων και να μας μετατρέψουν σε εκπαιδευτικούς-αναλώσιμο είδος.
Άρα, κανείς μας δεν έχει δεν έχει ούτε το δικαίωμα ούτε την πολυτέλεια να αδιαφορεί για όσα συμβαίνουν διότι, τα όσα συμβαίνουν δεν καθορίζουν, πλέον, μόνο το αν θα μειωθούν ο αποδοχές ή το αν θα αυξηθούν οι ώρες διδασκαλίες.
Καθορίζουν το αν θα εξακολουθεί να υπάρχει δημόσιο σχολείο ή όχι, το αν θα έχουμε και του χρόνου δουλειά ή όχι, το αν θα συνεχίσουμε να είμαστε ελεύθεροι εκπαιδευτικοί ή όχι.
Καθορίζουν, τελικά, το αν θα ξαναρχίσουμε να ζούμε ή θα αργοπεθαίνουμε ασθμαίνοντας σε μια ατελείωτη προσπάθεια επιβίωσης.
Ο αντίπαλος, κυβέρνηση και τρόικα, εμφανίζει μια αξιοζήλευτη σύμπνοια και ενότητα στα πλαίσια του πολέμου που μας έχουν κηρύξει. Την ίδια και καλύτερη σύμπνοια και ενότητα πρέπει και να επιδείξουμε κι εμείς στη βάση των κοινών μας συμφερόντων και στον αντίποδα της πολιτικής που μας εξαθλιώνει αλλά και των γνωστών στηριγμάτων της μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα.
Βρισκόμαστε σε άμυνα και γι’ αυτό κανένας δεν περισσεύει. Χωρίς πολεμιστές, ούτε μπορείς να αμυνθείς ούτε να σαλπίσεις αργότερα την έφοδο της αντεπίθεσης.
Και επειδή πολλοί συνάδελφοι μιλούν για έλλειψη προτάσεων εκ μέρους της Ομοσπονδίας, θα έλεγα πως, το μόνο που δεν έλλειψε και δεν λείπει από την ΟΛΜΕ, ήταν οι προτάσεις από το πιο μικρό μέχρι το πιο μεγάλο.
Το θέμα, όμως, είναι με ποιον τρόπο προσπαθείς να προωθήσεις τις προτάσεις αυτές και σε ποια πολιτικά αυτιά απευθύνονται.
Μήπως η μείωση των μισθών έγινε λόγω έλλειψης προτάσεων;
Μήπως η αύξηση του ωραρίου και η αξιολόγηση προωθούνται λόγω έλλειψης προτάσεων ή αποτελούν ένα κομμάτι μιας προαποφασισμένης σε άλλα κέντρα πολιτικής που απλώς υλοποιούνται στις μέρες μας επειδή το μαζικό κίνημα είναι ξεδοντιασμένο;
Νομίζω πως τα πράγματα είναι πιο απλά.
Οι αντίπαλοί μας, στον πόλεμο αυτόν που βιώνουμε, θα προχωρήσουν μέχρι εκεί που θα τους το επιτρέψουμε. Πάντα αυτό γινόταν και αυτό γίνεται σε κάθε πόλεμο.
Το ερώτημα στην παρούσα φάση είναι ένα και μοναδικό;
Θα τους αφήσουμε να προελάσουν χωρίς να δώσουμε ούτε μία μάχη ή θα οργανώσουμε, με τη δράση μας και τη συμμετοχή μας, τη μαζική αντίδραση που χρειάζεται;
Κάπως έτσι προκύπτει και το πραγματικό δίλλημα της εποχής μας:
Ή αυτοί με τις επιδιώξεις τους μέχρι να μας εξουθενώσουν ή εμείς με το δίκιο και τα όνειρά μας μέχρι να τους ξεθεμελιώσουμε.