γιάντες
Έφυγες τόσο ξαφνικά
Δεν προλάβαμε να σου ξαναπούμε αντίο
Να σου ξαναπούμε πόσο σε αγαπήσαμε
Ακόμα και ο μεγάλος σου γιος
Που όσο ήθελε την δική σου επιβεβαίωση
Τόσο εσύ δεν του την έδινες
Και τόσο εκείνος πείσμωνε
Ενώ εσύ ακόμα πιο πολύ
Θυμάσαι που όταν ήμασταν παιδιά
Μας έκανες πονηρά «γιάντες»;
Έφυγες, στερνά και αμετάκλητα
Και ούτε πρόλαβα να σου ξαναπώ πως σε αγαπώ
Ούτε πρόλαβα εκείνη τη χρονιά
να πάμε να πιούμε μια μπύρα ακόμη στη θάλασσα
Που μάλλον δεν την αγάπησες
Για επιβίωση και για να απομονωθείς πήγες
Από όλους και από όλα, να γίνεις καπεταναίος
Ένα αίνιγμα ήσουν απροσπέλαστο· αμετακίνητο, σκληρό
Πιάναμε το διχαλωτό κοκαλάκι της κότας
Και το σπάζαμε· σε όποιον ήταν η βάση του
εκείνος προσπαθούσε να δώσει στον άλλον κάτι
Και να του πει γιάντες. Τότε κέρδιζε
Θυμάσαι;
Και εκείνος ο βράχος, ο αγαπημένος σου
Πάντα θα σε περιμένει να τον επισκεφτείς Με την ψυχή σου· θυμάσαι;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου